ἐρικυδής — ἐρικῡδής , ἐρικυδής very famous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδῆ — ἐρικῡδῆ , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐρικῡδῆ , ἐρικυδής very famous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐρικῡδῆ , ἐρικυδής very famous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδέα — ἐρικῡδέα , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐρικῡδέα , ἐρικυδής very famous masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδές — ἐρικῡδές , ἐρικυδής very famous masc/fem voc sg ἐρικῡδές , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδέστατον — ἐρικῡδέστατον , ἐρικυδής very famous masc acc superl sg ἐρικῡδέστατον , ἐρικυδής very famous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… … Dictionary of Greek
ἐρικυδέας — ἐρικῡδέας , ἐρικυδής very famous masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδέες — ἐρικῡδέες , ἐρικυδής very famous masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρικυδέι — ἐρικῡδέϊ , ἐρικυδής very famous dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)